Μαθαίνοντάς μας πως...
γίνεται πολύ με την Ποίηση.
Ψυχοσάββατο κοιμήθηκε εν Κυρίω η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια, Κική Δημουλά, σε ηλικία 89 ετών, αλλά τα ποιήματά της θα μείνουν Αθάνατα... μάς άφησε μεγάλη κληρονομιά και θα μείνει για πάντα στην ιστορία.
«Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα. Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη. Φεύγω ήσυχη. (Κική Δημουλά)
Συναισθηματικάέχει σώσει πολλές ζωές, τις ζωές μας, τις «φωτογράφισε», τις
σκιαγράφησε, τις έβαψε με χρώματα πάθους και μας άφησε μεγάλη κληρονομιά.
Η σπουδαία ποιήτρια, επίτιμη διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, είχε υποστεί ανακοπή καρδιάς και νοσηλευόταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας από τις 2 Φεβρουαρίου. Το ιδιωτικό θεραπευτήριο «ΥΓΕΙΑ» εξέδωσε ιατρικό ανακοινωθέν για το θάνατο της Ελληνίδας ποιήτριας. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν:
«Η ακαδημαϊκός και ποιήτρια κα. Κική Δημουλά προσήλθε στο Θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ στις 02/02/20 λόγω χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας. Σήμερα στις 22/02/20 και ώρα 17:56 απεβίωσε λόγω καρδιακής ανακοπής σε έδαφος σοβαρής χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας».
Μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Τα πρώτα της βήματα στην Ποίηση τα έκανε το 1952 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα», την οποία αποκήρυξε μετά από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία. Με την πάροδο του χρόνου η Κική Δημουλά διαμόρφωσε το δικό της προσωπικό στυλ και καθιερώθηκε εξαιτίας της γνησιότητας, της δύναμης και του πλούτου του λόγου της, ως μία από τις αγαπημένες ποιήτριες των Ελλήνων.
«Πέθανε η μεγάλη ποιήτρια αλλά οι στίχοι της είναι αθάνατοι: Η Κική Δημουλά άφησε, πια, το σώμα της εδώ και είναι πνεύμα, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό συνέβαινε και εν ζωή. Ένα πνεύμα ήταν, μια ψυχή ζώσα, ένα μυαλό που δεν μας επιτρέπει να ηρεμήσουμε για την απώλειά της χρησιμοποιώντας τη λήθη. Θα τη θυμόμαστε για πάντα με γλύκα και σεβασμό και όχι σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος που έφυγε.
Ήταν δικός μας άνθρωπος, έγινε δίχως να το καταλάβουμε και αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της, πολύ πιο πάνω από το ότι πούλησε χιλιάδες βιβλία με το όνομά της εκτυπωμένο στο εξώφυλλο. Η Δημουλά τυπώθηκε στις καρδιές μας και εντυπώθηκε στο μυαλό μας ως μια Κυρία, ως μια Γυναίκα που τίμησε το φύλο της – και δεν είναι λυτρωτικό παραλήρημα για να απαλύνεις τον πόνο σου, αποτελεί μια αδιασάλευτη αλήθεια την οποία γνώριζε -πρώτα- η ίδια. Και για αυτό έφυγε ήσυχη και ήσυχα, αν και στη ζωή μας έκανε έναν από τους πιο γαλήνιους «θορύβους», ξυπνώντας τα μέσα μας, αποδίδοντας ποιητικά τις «πτώσεις» μας.
Καλή στράτα, Κική Δημουλά. Το πιο ποιητικό
που μπορώ να γράψω για εσάς, είναι πως
οι στίχοι σας θα ζουν για πάντα,
αθάνατοι μέσα στα μετέωρα μυαλά μας.»
Κικὴ Δημουλᾶ - Αὐτο-βιογραφικό
«Ἕνα βιογραφικὸ σημείωμα πρέπει, ἀφοῦ γραφτεῖ, νὰ μείνει ἐπ᾿ ἀρκετὸν καιρὸ κρεμασμένο στὸν ἀέρα ἀπὸ ἕνα τσιγκέλι αὐστηρότητας, ὥστε νὰ στραγγίξουν καλὰ τὰ στερεότυπα, οἱ ὡραιοποιήσεις, ἡ ρόδινη παραγωγικότης καὶ ὁ πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν ἐκείνου ποὺ ἐνυπάρχει στὴ φύση μιᾶς αὐτοπαρουσίασης. Μόνον ἔτσι βγαίνει τὸ καθαρὸ βάρος: τὸ ἦθος ποὺ ἐπέβαλες νὰ τηρεῖ ἡ προσπάθειά σου.
Τὰ πόσα βιβλία ἔγραψε κανείς, πότε τὰ ἐξέδωσε, ποιὲς μεταφράσεις τὰ μεταναστεύουν σὲ μακρινὲς ξένες γλῶσσες καὶ ποιὲς διακρίσεις τὰ χειροκροτοῦν εἶναι τόσο τρέχοντα, ὅσο τὸ νὰ πεῖς ὅτι μέσα σ᾿ ἕναν βαρύτατο χειμῶνα ὑπῆρξαν καὶ κάποιες μέρες μὲ λαμπρὴ λιακάδα.
Ὡστόσο, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ὑλικό της πεπατημένης, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴ χάραξή της μὲ συνεσταλμένες καινοτόμες ἐπιφυλάξεις.
Γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα τὸ 1931. Ἡ παιδικὴ ἡλικία πέρασε χωρὶς νὰ ἀναδείξει τὸ «παιδὶ θαῦμα». Τὸ 1949, τελειώνοντας τὸ Γυμνάσιο, ὑπέκυψα εὔκολα στὸ «πρέπει νὰ ἐργαστεῖς», καὶ ἐργάστηκα στὴν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος εἴκοσι πέντε χρόνια.
Ἀνώτερες σπουδές:ἡ μακρὰ ζωή μου κοντὰ στὸν ποιητὴ Ἄθω Δημουλᾶ. Χωρὶς ἐκεῖνον, εἶμαι σίγουρη ὅτι θὰ εἶχα ἀρκεστεῖ σὲ μιὰ ρεμβαστική, ἀμαθῆ τεμπελιά, πρὸς τὴν ὁποίαν, ἴσως καὶ σοφά, ἀκόμα ρέπω. Τοῦ ὀφείλω τὸ λίγο ἔστω ποὺ τῆς ξέφυγα, τὴν ἀτελῆ ἔστω μύησή μου στὸ τί εἶναι ἁπλῶς φωνῆεν στὴν ποίηση καὶ τί εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν ποίηση, τοῦ ὀφείλω ἀκόμα τὴν πικρότατη δυνατότητα νὰ μπορῶ σήμερα, δημόσια, νὰ τὸν μνημονεύω εἰς ἐπήκοον τῆς πολυπληθοῦς λήθης.
Αὐταπαρνητική, παραχωρήθηκα στὸ ρόλο τῆς μητέρας καὶ μὲ τρυφερὴ γενναιότητα ἄκουσα νὰ προσφωνοῦμαι «γιαγιά». Κυλῶ τώρα μὲ ψυχραιμία καὶ χωρὶς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς νέες παρακαμπτήριες τοῦ αἵματός μου. Κυλῶ καί, ὅσο πλησιάζω στὶς ἐκβολές, ὅλο καὶ ὀνειρεύομαι ὅτι θὰ μοῦ πετάξει ἡ ποίηση ἕνα σωσίβιο ποίημα.
Δὲν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ὅτι εἶμαι ἕνας ἔμπιστος στενογράφος μίας πολὺ βιαστικῆς πάντα ἀνησυχίας, ποὺ κατὰ καιροὺς μὲ καλεῖ καὶ μοῦ ὑπαγορεύει κρυμμένη στὸ ἡμίφως ἑνὸς παραληρήματος, ψιθυριστά, ἀσύντακτα καὶ συγκεκομμένα, τὶς ἀκολασίες της μὲ ἕναν ἄγνωστο τρόπο ζωῆς. Ὅταν μετὰ ἀρχίζω νὰ καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ᾿ ἀνάγκην: ὅπου λείπουν λέξεις, φράσεις ὁλόκληρες συχνὰ καὶ τὸ νόημα τοῦ ὀργίου, προσθέτω ἐκεῖ δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, τὸ δικό μου ὄργιο στὸ νόημα, ὅτι τέλος πάντων ἔχει περισσέψει ἀπὸ δικές μου ἀκολασίες μὲ ἕναν ἄλλον, ἄγνωστο τρόπο ζωῆς.
Τόσο μεταχειρισμένη καὶ ὑπηρεσιακὴ εἶναι ἡ ἀνάμειξή μου στὴ δημιουργία. Φύσει ὀλιγογράφος, ἐξέδωσα ὀκτὼ ποιητικὲς συλλογὲς μέσα σὲ σαράντα πέντε χρόνια. Ἡ σημασία τους εἶναι ἀκόμα συμβατική. Εἶναι γραμμένη στὴ λίστα ἀναμονῆς τῶν μεγάλων ἐπερχόμενων κυμάτων τοῦ μετα-κριτῆ χρόνου.»
Τον φοβάστε τον θάνατο;Τον τρέμω. Πραγματικά τον τρέμω. Γιατί ξέρω ότι τότε δεν θα συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά που συμβαίνουν τώρα. Αυτός είναι ο παντοδύναμος τελικά και όχι άλλος τις. Σκέψου ότι από τη στιγμή που γεννιέσαι, είσαι ετοιμοθάνατος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Αυτό εγώ δεν το συνήθισα και δεν το συγχώρησα. Και είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Ίσως και η κίνηση να γράφω ακόμα ποιήματα στα ογδόντα πέντε μου να είναι η έκφραση αυτής της απροθυμίας μου να πεθάνω, της αδυναμίας μου να φανταστώ τι μπορεί να υπάρξει όταν ένα σώμα νεκρωθεί. Διότι, κακά τα ψέματα, ποια ψυχή χωρίς σώμα; Χωρίς σώμα ποια ψυχή; Το σώμα είναι το επιχείρημα της ψυχής για να υπάρχει.
(Από συνέντευξη το 2016 στην «Καθημερινή)Η Κική Δημουλά (6 Ιουνίου 1931 - 22 Φεβρουαρίου 2020)
Ελληνίδα ποιήτρια, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
και επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Η Κική Δημουλάγεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου με καταγωγή από την Καλαμάτα.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, προσελήφθη ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία εργάστηκε επί 25 χρόνια, έως το 1974, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Για μια οκταετία εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού Κύκλος, που εξέδιδε η τράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της.
![Η Κική Δημουλά σε μικρή ηλικία Η Κική Δημουλά σε μικρή ηλικία]()
Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα», την οποία αποκήρυξε μετά από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία. Από τότε μέχρι και τις μέρες μας συνεχίζει να εκδίδει ποιητικές συλλογές, που συναντούν θερμή υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό.
Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957). Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β'Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά. Το 2016 ήταν υποψήφια για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή «
Χαίρε ποτέ» ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.
Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μία ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνο έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μία
αέναη κινητικότητατου αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.
Συνεχή και αδιάλειπτα είναι τα σχόλια που αφορούν την απώλεια του χρόνου και τη φθορά, που αυτή η απώλεια συνεπάγεται, και διάχυτη η υπαρξιακή αγωνία.
Χαρακτηριστική είναι η
γλωσσική της τόλμηπου συχνά την οδηγεί σε μία ιδιαίτερα ευρηματική λεξιπλασία.
Η ποίηση τηςΔημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.
Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.
(Το τελευταίο σώμα μου, 1981)
Η Κική Δημουλά ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων ποιητών και η ποίησή της συγκεντρώνει μερικά από τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης αυτής της γενιάς, τόσο σε θεματικό όσο και σε γλωσσικό επίπεδο: τον έρωτα, την εσωστρέφεια και τον υπαρξιακό προβληματισμό επενδυμένα με ένα λόγο λιτό και καθημερινό, συχνά ειρωνικό.
Η Δημουλά έχει προσωπικό ποιητικό ιδίωμα, με ιδιαίτερο γνώρισμα την επαναστατική χρήση λέξεων και φράσεων. Λέξεις, συνήθως κοινότοπες, κατασκευασμένες με ευτελή υλικά, επιστρατεύονται για να μεταδώσουν συνειρμικά με τη χρήση του υπερρεαλισμού δυνατές εντυπώσεις και συναισθήματα. Απροσδόκητοι συνδυασμοί λέξεων ή φράσεων, λεκτικά παιχνίδια, νεολογισμοί, σχήματα οξύμωρα και παρά προσδοκίαν φορτίζουν το ποίημα με ιδιαίτερο νοηματικό βάρος.
Το λεξιλόγιό της είναι απλό, σχεδόν λαϊκό, η γλώσσα πεζολογική, ευέλικτη, παιγνιώδης, αποφθεγματική. Οι στίχοι είναι μονολεκτικοί, διάστικτοι με λόγιες και εκκλησιαστικές εκφράσεις, οι στροφές άνισες, η δομή προσωπική, η σύνταξη επαναστατική: τα άψυχα υποκείμενα συνδυάζονται με έμψυχα αντικείμενα κι οι αφηρημένες έννοιες γίνονται υποκείμενα ενεργειών.
Η κριτική για το έργο της«Στην ποίηση της Κικής Δημουλά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια ‘πολιορκεί’ το εκάστοτε ερέθισμα που, κατά την κρίση ή τη διαίσθησή της, μπορεί ν’ αποτελέσει τον πυρήνα ενός ποιήματος. Το πώς, δηλαδή, κινητοποιείται από το τυχαίο και το συμπτωματικό, που υποπίπτει στην αντίληψή της -υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ν’ ανταποκρίνονται στη διαρκώς εν εγρηγόρσει ευρισκόμενη αισθαντικότητά της - και αποδέχεται, αφήνεται μάλλον, στο ανοιχτό ενδεχόμενο μιας προσωπικής περιπέτειας σ’ έναν χώρο που η λογική και το συναίσθημα αντιπαρατίθενται, χρησιμοποιώντας τρόπους απρόβλεπτους, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιότυπη περίπτωση συναισθηματοποίησης της λογικής και εκλογίκευσης του συναισθήματος […].
![]()
Χρονικογράφος του εφήμερου, μοιάζει να περιφέρεται επιζητώντας την προσωπική της παραμυθία και τον κατευνασμό των αισθημάτων της, ανακαλύπτοντας πρόσκαιρες αναζωογονητικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε τρέχοντα συμβάντα, σε φευγαλέες ή μόνιμες καταστάσεις του κόσμου που την περιβάλλει από τη μια και σε πτυχές της διάθεσής της - του έρμαιου ψυχισμού από την άλλη. Γιατί το ‘νέο’ είναι οριστικά καταργημένο, και για να φανεί κάτι καινούριο χρειάζεται τη θαυματουργή διαμεσολάβηση της ψευδαίσθησης […]».
(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, “Κική Δημουλά”, Η Ελληνική Ποίηση- Ανθολογία-Γραμματολογία Στ΄ (Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά), Σοκόλης, Αθήνα, 2002, σελ. 148-153)«Η Κική Δημουλά […] μιλάει για και με τη λύπη της, ζει αθόρυβα και μοναχικά, ζει στον ήχο της “ορθόδοξης ερημιάς” (Από το Λίγο του κόσμου). Ο χρόνος περνά στην ποίηση της μέσα από τη μνήμη ως ανάμνηση, που μακραίνει τη χρονική ύπαρξη του ανθρώπου με την αναβίωση του παρελθόντος. Ο νους επιστρατεύει, πλησιάζει και συρράπτει την εσωτερική χρονικότητα του ανθρώπου, που στη Δημουλά γίνεται ποιητική χρονικότητα, άλλοτε κοντά στο παρόν και άλλοτε με κατεύθυνση την αιωνιότητα. Η ποίηση της βγαίνει από την απλή καθημερινότητα, η ζωή γίνεται ποίηση, οι λέξεις της είναι καθημερινές και απλές, που με την αναδόμηση, με την επανάληψη και την αιφνίδια ανατροπή γίνονται ποιητικές. Η Κική Δημουλά ποιεί ποίηση του εσωτερικού χώρου, ξεκινάει από πράγματα που κάποιος άλλος δεν θα παρατηρούσε, βγάζει από την αφάνεια τα ασήμαντα και με μια ασοβάρευτη απλή γλώσσα μιλάει για πολύ σοβαρά πράγματα, για τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, για τη γυναικεία ψυχολογία. Η ποίηση της κινείται ανάμεσα στον αρνητικό και θετικό πόλο, συχνά εντοπίζεται στο έργο της υπαρξιακή αγωνία […]. Η γλώσσα της είναι μικτή και το λεξιλόγιο της αντλείται από τη λαϊκή λέξη ως τη λόγια με απροσδόκητες συνάψεις, “όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου” (Ερήμην), “Λερώνει στους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο” (Το λίγο του κόσμου), τα ποιήματά της είναι άλλοτε αυστηρής και άλλοτε ελλιπούς ισορροπίας».
(Χρ. Αργυροπούλου, “Φιλολογική διαδρομή στην ανθολογημένη ποίηση της Κ. Δημουλά”, Φιλολογική, 18, 2000, σελ. 40-41)«Ο χώρος, με την ευρύτερη και τη στενότερη έννοια του όρου, είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς άξονες οργάνωσης του ποιητικού υλικού της Δημουλά. Στα πρωιμότερα έργα της ο χώρος (εσωτερικός-εξωτερικός) προβάλλεται ή και περιγράφεται συχνά ως κεντρικό θέμα ή ακόμα και ως τουριστικό αξιοθέατο. Στα υστερότερα συνδέεται με την καθημερινή της πραγματικότητα, γίνεται λειτουργικός, αφού αποκτά έναν οργανικότερο ρόλο και είναι πολλές φορές η δύναμη που κινητοποιεί τα συναισθήματα και τη σκέψη της. Γίνεται το σκηνικό και ο τόπος που φιλοξενεί τον ποιητικό μύθο και του δίνει και την αφορμή να αναπτυχθεί, εφ’ όσον είναι λειτουργικός για την εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης, και επηρεάζει με διάφορους τρόπους τη διάθεση των ηρώων […]. Τα ποιήματα των οποίων η δράση εκτυλίσσεται στον εσωτερικό χώρο είναι πολύ λιγότερα από εκείνα, στα οποία η δράση εκτυλίσσεται στον εξωτερικό χώρο. Σπάνια, οι χώροι αυτοί προσφέρουν φιλοξενία και στέγη στους ήρωες των ποιημάτων της ποιήτριας, τους δίνουν την ευκαιρία να βρεθούν πιο κοντά και να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Συνήθως όμως, είναι φανερό ότι ο κλειστός χώρος στην ποίηση της Δημουλά λειτουργεί αντίστροφα από τον εξωτερικό και δεν επηρεάζει ευχάριστα τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου. Αντιθέτως, μέσα σ’ αυτόν, οι ήρωες έρχονται τις περισσότερες φορές πρόσωπο με πρόσωπο αντιμέτωποι μ’ όσα τους θλίβουν. Άλλοτε πάλι ασφυκτιούν -κυρίως οι γυναίκες- και καταπιέζονται από την καθημερινότητα, γι’ αυτό και θα ήθελαν να είχαν διαφύγει, αλλά σχεδόν πάντα οι (δι)έξοδοι φυγής είναι περιορισμένες […]. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο σ’ αυτή την αντιπαράθεση εσωτερικού - εξωτερικού χώρου -ή ακόμα και στην απλή παρατήρηση του εξωτερικού στα ποιήματα της Δημουλά- είναι ο σημαντικός ρόλος των παραθύρων που συχνά λειτουργούν ως μεταίχμιο ανάμεσα στους δύο χώρους. Το παράθυρο, και μερικές φορές το μπαλκόνι, είναι το σημείο απ’ όπου ατενίζει συνήθως ο “έγκλειστος” ήρωας τον εξωτερικό χώρο. Απ’ αυτό ανοίγεται μπροστά του η άλλη όψη του εξωτερικού κόσμου και από το σημείο αυτό αντιπαραβάλλονται τα “αγαθά” που οι δύο χώροι / κόσμοι - εσωτερικός και εξωτερικός- μπορούν να προσφέρουν στους ήρωες».
(Αγάθη Γεωργιάδου, Εριέττα Δεληγιάννη, Διαβάζοντας Κική Δημουλά, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2001, σελ. 76, 101, 110)«Με γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στη λόγια και τη δημοτική και είναι γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση, η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις εντυπώσεις και τις διαθέσεις της, καθώς βλέπει τα γύρω της πράγματα να ξεκαθαρίζουν όσο η ώρα προχωρεί (κυρίως στο δεύτερο μέρος) […]. Στο πρώτο μέρος η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις ασαφείς εικόνες των πραγμάτων και τις εντυπώσεις της κατά τη μεταβατική ώρα του όρθρου. Η ασάφεια αυτή αφήνει ελεύθερη τη φαντασία της. Η καθαρότητα των χρωμάτων και των σχημάτων (στ. 15-16) αφαιρεί αυτή τη μαγεία και την επαναφέρει στην πραγματικότητα και στην αφύπνιση συναισθήματος ενοχής και της πίστης. Στο δεύτερο μέρος όλα γύρω έχουν ξεκαθαρίσει κι η ποιήτρια αισθάνεται παράταιρη μέσα στις νηπιακές, ονειρικές διαθέσεις, που έζησε ως τώρα».
(Τάκης Καρβέλης, “Υπαρξιακή ποίηση, Κική Δημουλά”, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Αθήνα, 1983, σελ. 211-212)Διακρίσεις• 2001, Χρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
• 2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
• 20 Μαΐου του 2015, αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
Βραβεία- 1964, Εύφημη μνεία από την Ομάδα των Δώδεκα, για την ποιητική συλλογή Επί τα ίχνη.
- 1972, Β'Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Το λίγο του κόσμου.
- 1989, Α'Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Χαίρε ποτέ.
- 1997, Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για την ποιητική συλλογή Η εφηβεία της λήθης.
- 2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της.
- 2003, Μακεδονικό Βραβείο, για το σύνολο του έργου της.
- 2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της.
- 2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της.
Η ποιήτρια Κική Δημουλά επίτιμη διδάκτωρ Θεολογίας
Η Κική Δημουλά, η διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αναγορεύτηκε
διδάκτωρσε τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών της Παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, την Τετάρτη 20 Μαΐου 2015. Στο ερώτημα για ποιο λόγο προτάθηκε η κ. Δημουλά ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητής κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, με πρόταση του οποίου αποφασίστηκε η επιτιμοποίηση της ποιήτριας, έχει εδώ και καιρό εξηγήσει πειστικά. «Μα,
ο υπαινικτικός της οντολογικός – ποιητικός της λόγος είναι κατ’ εξοχήν θεολογικός. Και οι ρίζες της θεολογίας είναι κατ’ εξοχήν ποιητικές”».
Απόσπασμα από την ομιλία της ποιήτριας Κικής Δημουλά
Η πλάνη
«Ζητώ από τον παρόντα χρόνο να μου διαθέσει ένα δυο χειροδύναμα δευτερόλεπτα, να βοηθήσουν να ισορροπήσει η επικίνδυνα κλυδωνιζόμενη ψυχραιμία μου, εξ αιτίας του ότι προσέρχομαι να δώσω εισιτήριες εξετάσεις στην ανωτάτη αποδοχή σας. Με βλέπω στους επιλαχόντες, και δικαίως, αφού, στο μάθημα της φιλοδοξίας ή της έπαρσης, παραμένω αδιάβαστη. Πρέπει να αιτιολογήσω αυτή την έλλειψη ψυχραιμίας. Επιστήμονας δεν είμαι ως γνωστόν. Είμαι ένας αυτοσχέδιος άνθρωπος. Ο εαυτός μου με ανάγκασε να είμαι. Με είδε ο Θεός που ήταν αρμόδιος να επιβλέπει την ποιότητα των αυθαιρεσιών και μου είπε: χάλια είσαι. Κάτσε να σε διορθώσω λίγο. Και κόλλησε στο πλευρό μου ένα καχεκτικό φτερό. Εγώ διαμαρτυρήθηκα: Ένα φτερό τι να το κάνω; Πώς θα πετάξω; Αυτό είναι δική σου υπόθεση. Προσπάθησε, μου απάντησε. Έκτοτε απλώς προσπαθώ. Σπανίως και χαμηλά πετάω, συστηματικά δε πέφτω και σωριάζομαι επάνω στην αβέβαιη φύση μου. Αυτά. Τώρα.
Δικαίως θ’ αναρωτηθείτε γιατί έδωσα ένα εντελώς αντιεπιστημονικό και κάπως υπόπτου ηθικής τίτλο, σ’ αυτόν τον έντιμα, συγκινημένο χαιρετισμό που απευθύνω σε σας, και σε τούτο μάλιστα το χώρο, τον ταγμένο και στην καταπολέμηση της πλάνης, μέσω της θαυματουργού παιδείας. Υπάρχει απάντηση. Αλλά την κρατάω για το τέλος. Μήπως το διασκεδάσω λίγο, επειδή κι αυτό το καημένο, όπως και κάθε τέλος, είναι θλιμμένο καθώς έχει πια χάσει την προσφιλή σε όλους μας συνέχεια. Εν τω μεταξύ, θα επιχειρήσω να κάνω μια εντελώς αδόκιμη προσέγγιση της πλάνης, πλέκοντας το εγκώμιό της, με το ίδιο όμως νήμα με το οποίον θα πλέκω συγχρόνως και τον ψόγο της. Η πλάνη έχει κοινωφελή δραστηριότητα αλλά και φάρμακα, που ναι μεν θεραπεύουν το πάσχον σημείο, αλλά βλάπτουν τη γείτονα αθώα περιοχή. Η λειτουργία της πλάνης συνδέεται στα σημεία, με κείνη των ονείρων. Όνειρα και πλάνη αλληλοσυμπληρώνουν την ανθρωπιστική τους δράση.
Η ευεργεσία των ονείρων συνίσταται κυρίως, στο ότι υπερπηδούν το εμπόδιο της πραγματικότητας, αψηφώντας το αδύνατον, κι έτσι, ένα σωρό πεινασμένα απραγματοποίητα, μπορούν να γεύονται ολίγην απολαυστική ψευδαίσθηση, οι δε εξόριστες από τη ζωή παρουσίες προσώπων, να παίρνουν άδεια εισόδου και να επισκέπτονται νύκτωρ και εν τάχει, την αγαπημένη τους πατρίδα που είναι η Ύπαρξη. Ξαναφεύγουν κρυφά, αμέσως μόλις πάει για ύπνο η σκοπιά των άστρων, κι αναλαμβάνει τη φύλαξη της τροχιάς, το δειλό στην αρχή, και σαν έτοιμο να μετανοήσει ξημέρωμα. Και τη μεν άφιξη των ονείρων, την υποδέχεται ο ύπνος μας εν χορδαίς και οργάνοις, αλλά την αναχώρησή τους την πληροφορείται καθυστερημένα, η λύπη της αφύπνισής μας. Όσο για την πλάνη, αυτή έχει μια πιό περίπλοκη δραστηριότητα από κείνη των ονείρων. Το φως της ημέρας, δεν δυσκολεύει καθόλου τη μανιώδη φιλοδοξία της να επικρατήσει, για να δειχθεί ενίοτε, πιο φιλική απέναντί μας, από όσο είναι η ασυγκίνητη αυστηρότητα του σωστού. Προσωπικά οφείλω στην πλάνη. Ότι μου εξασφάλισε λιγοστά έστω, αλλά ανέλπιστα απρόοπτα, κατατροπώνοντας το τελεσίδικο ρήμα: αποκλείεται. Της οφείλω, ότι μεσολάβησε και εξέλαβα, θηριώδεις αλήθειες, ως ήρεμα κατοικίδια πλάσματα. Ακόμη, δύσμορφες καταστάσεις, στις οποίες συχνά ενεπλάκην, σμιλευμένες ωστόσο σιγά σιγά από την πλάνη μεταμορφώθηκαν σε καλλίμορφες, τόσο, που μου ήταν δύσκολο να τις αποχωριστώ. Επίσης συνετέλεσε στο να ξεφορτώνομαι επ’ ολίγον τη φορτική ευθυκρισία, γνωστή για τις ωμότητές της, προς τον άμαχο ψυχισμό μας. Τέχνασμα της πλάνης και η φωτογραφία, είναι δε νοσηρή σχεδόν η εξάρτησή μου από την γενναιόδωρη εξαπάτηση που μου προσφέρει.
Συμβιώνω με τη φωτογραφία, και ευεργετούμαι, κυρίως από την ευαίσθητη, ζωτική εχεμύθειά της: Κρύβει όσα συνέβησαν, όσα άλλαξαν, όσα λείπουν, κρύβει προς τα που το καθένα τράβηξε, κρύβει προς τα που το καθένα τράβηξε, κρύβει προπάντων, ότι όλα, από τα τόσα πολλά που ήθελαν να είναι, τώρα αρκέστηκαν να είναι οι πικροί άγνωστοι της φωτογραφίας τους. Δεν προτείνω την πλάνη, απλώς εκτιμώ ότι προμηθεύει κάποιες αντιστάσεις στις αδυναμίες και τους φόβους μας.»
Δήλωση του πρύτανη του ΑΠΘ για τον θάνατο της Κικής Δημουλά: «Η σπουδαιότερη ποιήτρια της σύγχρονης Ελλάδας, Κική Δημουλά, αναχώρησε σήμερα για την αιωνιότητα, αφήνοντας ως πολύτιμη παρακαταθήκη το πολυβραβευμένο έργο της. Η θλίψη μας για την απώλειά της είναι βαθύτατη» αναφέρει σε δήλωσή του για τον θάνατο της Κικής Δημουλά, ο πρύτανης του του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γ. Παπαϊωάννου.
«Η Κική Δημουλά αποτελούσε μέλος της μεγάλης οικογένειας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς είχε αναγορευθεί Επίτιμη Διδάκτορας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ τον Μάιο του 2015. Η φωνή της θα ακούγεται πάντα μέσα από τον εμπνευσμένο ποιητικό της λόγο» καταλήγει ο πρύτανης του ΑΠΘ.
Η πολυβραβευμένη Κική Δημουλά υπήρξε μία από τις δημοφιλέστερες και πλέον αγαπητές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας. Σε συνέντευξή της όταν ρωτήθηκε αν την απασχολεί η
υστεροφημία, εκείνη απάντησε:
«Παρά τα όσα λέω, μάλλον θα με απασχολεί. Αλλά ξυστά. Προς τι να την ποθώ, αφού δεν θα γνωριστούμε ποτέ; Ποιος θα τη νέμεται αυτή την υστεροφημία; Η αιωνιότητα της απουσίας μου;».
Θέματαπου κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Πολωνικά, τα Βουλγαρικά, τα Γερμανικά και τα Σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.
«Η αγάπη είναι ένα θύμα του
σωματέμπορα εγωισμού μας.»
Μάνα, λες να είναι κληρονομική
η πραγματικότης; (Κική Δημουλά)
ΕργογραφίαΠοιητικές συλλογές- Ποιήματα, 1952 (αποκηρυγμένα)
- Έρεβος, 1956, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1990
- Ερήμην, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1958. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Επί τα ίχνη, εκδ. «Φέξης» Αθήνα 1963. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Το λίγο του κόσμου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1971, 1983. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
- Το τελευταίο σώμα μου, εκδ, «Κείμενα», Αθήνα 1981. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
- Χαίρε ποτέ, «Στιγμή», 1988
- Η εφηβεία της λήθης, «Στιγμή», 1994
- Ποιήματα, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτική έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.)
- Ενός λεπτού μαζί, «Ίκαρος», 1998
- Ήχος απομακρύνσεων, «Ίκαρος», 2001
- Χλόη θερμοκηπίου, «Ίκαρος», 2005
- Συνάντηση, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, «Ίκαρος», 2007 (ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη)
- Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, «Ίκαρος», 2007
- Τα εύρετρα, «Ίκαρος», 2010
- Δημόσιος καιρός, «Ίκαρος», 2014
- Άνω τελεία, «Ίκαρος», 2016
ΠεζάDVD: Συναντήσεις με την Κική Δημουλά, εκδ. «Ίκαρος», 2010
Κριτική-βιβλιογραφία- [Αφιέρωμα], Νέα Ευθύνη, τχ. 24 (Ιουλ. - Αυγ. 2014), σ. 420 - 472.
- [Αφιέρωμα], Εντευκτήριο, τχ. 83 (2008).
- [Αφιέρωμα], Λέξη, τχ. 194 (Οκτ. - Δεκ. 2007), σ. 299 - 415.
- [Αφιέρωμα], Διαβάζω, τχ. 435 (Δεκ. 2002), σ. 93 - 131.
- [Αφιέρωμα], Εντευκτήριο, τχ. 57 (Απρ. - Ιουν. 2002), σ. 7 - 46.
- Δήμου, Νίκος. Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας. Αθήνα: Στιγμή, 1991.
- Θωμάς, Παναγιώτης, Προς αποζήτηση της σωστής διάταξης: σχόλια στο ποίημα της Κικής Δημουλά "Λάθος διάταξη, Σύναξη, τχ. 118 (Απρ. - Ιουν. 2011), σ. 42 - 52.
- Παπαγεωργίου, Κώστας Γ. Κική Δημουλά - χρονικογράφος του εφήμερου. Αθήνα: Κέδρος, 2013.
- Στέφος, Αναστάσιος, Αρχαιοελληνικές απηχήσεις στην ποίηση της Κικής Δημουλά, Φιλόλογος, τχ. 159 (Ιαν. - Μαρ. 2015), σ. 63 - 71.
- Δοκίμιο του Νίκου Δήμου
by
Αέναη επΑνάσταση | www.Sophia-Ntrekou.grΑκολουθούν κάποια από τα αγαπημένα ποιήματα της Κικής Δημουλά:
Άωρα και παράωρα
Από την Συλλογή «Το λίγο του κόσμου» (1971). Εκείνο που ιδιαίτερα πρέπει να
προσέξετε στο ποίημα είναι ότι η ποιήτρια
α) δεν περιορίζεται σε μια στατική και αντικειμενική περιγραφή του εξωτερικού κόσμου, αλλά τον δίνει με εικόνες, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η κινητικότητα (λ.χ. ξυπνάει ένα λευκό κουπί- φτεροκοπάει μια στέγη) και
β) οι εικόνες εκφράζουν ή συμφύρονται με τις διαθέσεις της (λ.χ. με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν).
Ανάμεσα νύχτας και αυγής
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ'αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό αγνώστων ανθέων.
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σα φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο. Άπειρος λήθη.
Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρν΄ η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,
ένοχο η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.
Πρώτη απ΄όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ΄ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία που πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ, εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
ΣΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΜΗΤΕ ΑΝΤΙΟ ΜΗΤΕ ΦΙΛΙ
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στον χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουν
τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ
πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς
χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα
ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ.
Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια
ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα
ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ
μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε
ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ
ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα
ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα
ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση
κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.
Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ
Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη
ἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε
εἶναι ἡ ἀπουσία μας.
ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.
Στὸ ἄλλο χέρι
κρατῶ πέτρα.
Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια καμιὰ
ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι ἄμυνες.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε ἄγνοια κάποτε.
Χαμογελῶ.
Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,
τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Καὶ προδιάθεση νίκης.
Τὸ βλέμμα βυθισμένο
στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.
Σὺ δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας λουλούδι
καὶ χαμογελώντας,
θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ πέρασες κάποτε.
ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ
Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.
Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.
Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;
Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.
Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.
Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.
Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.
Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.
Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.
ΓΡΑΜΜΑ
Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.
ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ
Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
Στην επίσημη σελίδα των εκδόσεων Ίκαρος δημοσιεύτηκε το εξής: «Με βαθιά θλίψη οι εκδόσεις Ίκαρος αποχαιρετούν την Κική Δημουλά. Η συνεργασία της Κικής Δημουλά με τον Ίκαρο ξεκίνησε το 1998. Η μεταξύ μας συμφωνία είχε από την πλευρά της έναν όρο: να εκδώσουμε και τα ποιήματα του Άθω Δημουλα. «Δεν μπορείτε να με καλέσετε σπίτι σας χωρίς τον άνδρα μου», είχε πει.
Τον Σεπτέμβριο εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή στον Ίκαρο, με τον τίτλο «Ενός λεπτού μαζί» και αμέσως μετά το σύνολο των ποιητικών συλλογών που είχε εκδώσει μέχρι τότε σε έναν τόμο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, εκδόθηκαν άλλες έξι συλλογές, ένας τόμος με τα πεζά κείμενα που είχε γράψει νεότερη, οι ομιλίες της και η εκτενής ανθολογία ποιημάτων σε εικονογράφηση του Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Κάθε νέο βιβλίο ερχόταν πάντα μέσα σε ένα ντοσιέ. Τα πρώτα χρόνια τα ποιήματα γραμμένα στη γραφομηχανή, και μετέπειτα στον υπολογιστή. «Γυρίζω από τον Πλάτανο με ντοσιέ» έλεγε, και ξέραμε. Ακολουθούσε μια υπέροχη διαδικασία. Ήξερε πάντα ποιά ποιήματα ήταν πιο δυνατά, αλλά ήθελε και τη δική μας γνώμη. Με συνοδεία τυρόπιτες από την Στοά, ή σοκολάτες από το Αριστοκρατικόν και αμέτρητα, αμέτρητα τσιγάρα, κουβεντιάζαμε κάθε στίχο στο πατάρι του Ίκαρου. Ύστερα περνούσανε στα χέρια της Γεωργίας Παπαγεωργίου, που επιμελήθηκε όλα της τα βιβλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια της επιμέλειας ερχόντουσαν νέα ποιήματα και έμπαιναν στη συλλογή. Σαν όλη αυτή η διαδικασία να μην την άφηνε να ησυχάσει, και να γεννιόντουσαν διαρκώς νέοι στίχοι. Η έκδοση κάθε βιβλίου είχε στοιχεία μαγείας.
Η Κική Δημουλά μας τίμησε με την εμπιστοσύνη της με έναν τρόπο μεγαλειώδη και γενναιόδωρο. Με τον καιρό η σχέση μας έπαψε να είναι η σχέση εκδότη- δημιουργού και μεταλλάχθηκε σε μια βαθιά φιλία. Ήξερε λεπτομέρειες από την προσωπική μας ζωή, μας μιλούσε κι εκείνη ανοιχτά για τις χαρές και τις αγωνίες της, μοιραζόμασταν μυστικά. Με μεγάλη αγάπη. Για χρόνια προσπαθούσε να μας πείσει να της μιλάμε στον ενικό. Αλλά το «κυρία Δημουλά μας» είχε μέσα τόση τρυφερότητα όσο σεβασμό είχε και η σχέση.
Αντίο κυρία Δημουλά μας. Αφήνετε δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια του Ίκαρου».
Κική Δημουλά:«Είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή»
Συνέντευξη το 2016 στην έντυπη «Η Καθημερινή»
Άνω τελεία. Σημείο στίξης μεταφυσικό που εμπεριέχει το τέλος στη λιγότερο τετελεσμένη του μορφή. Σημείο στίξης συνώνυμο μιας στάσης προσωρινής. Με αφορμή την ομώνυμη ποιητική της συλλογή, που συμπυκνώνει όλους τους νόμους του ποιητικού της κόσμου και σκιαγραφεί με τρόπο συνολικό την ανθρώπινη κατάσταση, η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις, τις αγωνίες και τα ερωτήματα ενός ανθρώπου μπροστά στην τέχνη της ποίησης και τη μοίρα του ανθρώπου.
Κική Δημουλά, σ’ ένα ποίημά σας λέτε: «Μακρύ κουραστικό ταξίδι/ το πεπρωμένο/ μα το χειρότερο/ πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις.» Έρχεσαι από πού και πας πού;
Διαδίδεται ότι μετά απ’ αυτή τη ζωή υπάρχει μια άλλη. Εγώ ούτε το πιστεύω αυτό, αλλά ούτε και με παρηγορεί. Γι’ αυτό λέω «δεν ξέρεις». Ξεκινάς να πας στην άλλη ζωή ή έρχεσαι από την άλλη κι αυτή είναι η καινούργια; Το πεπρωμένο είναι άγνωστο, αλλά και βέβαιο ταυτόχρονα. Κι αυτό το πιστεύω χωρίς να έχω καμία απόδειξη και κανένα επιχείρημα. Με εντυπωσιάζει όμως ότι όλα εφαρμόζονται σαν να είναι προμελετημένα. Και εφαρμόζονται με τόση ακρίβεια, που δεν μπορώ να το πω τυχαίο. Δεν μπορώ να πω «έτυχε». Το «έτυχε», βέβαια, το θεωρώ υπεύθυνο για πολλές δημιουργίες, του δίνω πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στο προγραμματισμένο. Αλλά στην περίπτωσή μας, όπου υπάρχει ζωή υπάρχει και θάνατος. Αυτό δεν θα το αλλάξει ποτέ κανείς.
Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιος εντολέας;
Ναι. Και είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός της ζωής. Δεν βλέπω άλλο. Και δεν μπορώ να ενοχοποιήσω, βέβαια, κανέναν Θεό. Αν υπήρχε και αν υπάρχει, πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σκληρός όσο το πεπρωμένο. Διότι το πεπρωμένο είναι σκληρό. Από τη στιγμή που προβλέπεται θάνατος την ώρα που έχεις μάθει να ζεις, την ώρα που έχεις συνηθίσει αυτό το πράγμα το φοβερό, αν θέλεις και το ανούσιο –γιατί στα γεράματα η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα– εντούτοις το προτιμάς απ’ το να πεθάνεις, απ’ το να πας προς αυτό το άγνωστο. Αλλά δεν είναι τόσο ότι δεν θέλεις το άγνωστο. Είναι ότι δεν θέλεις να χάσεις το γνωστό. Διότι αυτό γνωρίσαμε εμείς. Εμείς εδώ ήρθαμε μέσω της ζωής, δεν ήρθαμε μέσω του θανάτου. Και αυτή είναι η μεγάλη μπαμπεσιά από μέρους της φύσης: ότι μας έστειλε εδώ απροετοίμαστους να αντιμετωπίσουμε αυτό που θα γίνει.
Τον φοβάστε τον θάνατο;
Τον τρέμω. Πραγματικά τον τρέμω. Γιατί ξέρω ότι τότε δεν θα συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά που συμβαίνουν τώρα. Αυτός είναι ο παντοδύναμος τελικά και όχι άλλος τις. Σκέψου ότι από τη στιγμή που γεννιέσαι, είσαι ετοιμοθάνατος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Αυτό εγώ δεν το συνήθισα και δεν το συγχώρησα. Και είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Ισως και η κίνηση να γράφω ακόμα ποιήματα στα ογδόντα πέντε μου να είναι η έκφραση αυτής της απροθυμίας μου να πεθάνω, της αδυναμίας μου να φανταστώ τι μπορεί να υπάρξει όταν ένα σώμα νεκρωθεί. Διότι, κακά τα ψέματα, ποια ψυχή χωρίς σώμα; Χωρίς σώμα ποια ψυχή; Το σώμα είναι το επιχείρημα της ψυχής για να υπάρχει.
Το επιχείρημα και ο τόπος της.
Ναι. Μέσα σ’ αυτό το σώμα καλλιεργείται και καλλιεργεί. Βέβαια, δεν αποκλείεται να έχει ποιήσει τα πάντα εν σοφία, δεν είμαι σε θέση να το αποκλείσω. Απλώς δεν είμαι ενθουσιώδης θιασώτης όλου αυτού του πράγματος και όλης αυτής της αβεβαιότητας που δεν ξέρεις ποιος είναι ο κατασκευαστής μας. Αυτό θα ήθελα να το ξέρω. Εκτός αν δεν έπρεπε ή δεν πρέπει να ξέρω. Τελικά, η ίδια η ζωή είναι επιφυλακτική απέναντί μας. Ούτε μας προδίδει τίποτα, ούτε μας προλέγει τίποτα, ούτε μας αποκαλύπτει τίποτα. Ο,τι έρχεται είναι σαν να το ζούμε πρώτη φορά, ενώ ενδεχομένως το έχουμε ξαναζήσει.
Ούτε μας υπόσχεται;
Όχι. Ο πόθος μας μας υπόσχεται. Ο πόθος μας παριστάνει τη φωνή της ζωής. Η ίδια είναι αμέτοχη και ηθική. Και καθόλου ψεύτρα. Δεν υπόσχεται η ζωή. Εμείς φανταζόμαστε. Η ζωή απλώς υπάρχει και σε αφήνει να τη δεις όπως θέλεις. Γι’ αυτό και άλλοι άνθρωποι είναι πάρα πολύ ευτυχισμένοι όπως είναι διαμορφωμένος ο κόσμος κι άλλοι είναι απογοητευμένοι και δυστυχείς. Το θέμα είναι να αναλύσει κανείς και να αξιολογήσει αυτό που δεν μπορεί να μη συμβαίνει αλλιώς. Γι’ αυτό γράφουμε ποιήματα με την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξουμε αυτό που συμβαίνει ή θα το πούμε κάπως αλλιώς.
Πόσο βέβαιη έχετε αισθανθεί απέναντι στην ποίηση;
Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ βέβαιη για τίποτα. Ποτέ. Μόνο για το ότι θα πεθάνω. Και την ποίηση τη θεωρώ εξαιρετικά ύπουλη κατάσταση και θανατηφόρα. Δεν σου λέει ότι την πάτησες. Δεν σου λέει ότι αυτό το έχεις ξαναπεί. Δεν σου λέει ότι επαναλαμβάνεσαι. Τίποτα. Σε παρασύρει, σε βάζει σε μια παγίδα και εσύ νομίζεις ότι αυτή τη φορά το είπες κάπως αλλιώς απ’ την προηγούμενη, ενώ το έχεις πει έτσι.
Είναι πλανεύτρα δηλαδή λίγο κι αυτή, όπως η ζωή;
Ναι. Τη βοηθάμε, βέβαια, εμείς σ’ αυτό. Της δίνουμε ένα πρόσωπο που η καημένη μπορεί να μην έχει. Με το που υπήρξε η ποίηση, υπήρξε και η προσποίηση. Η ποίηση είναι μια ηθοποιία. Κάτι παίζεις την ώρα που γράφεις, κάποιους ρόλους φτιάχνεις. Δεν μπορώ να σκεφτώ αλλιώς αυτή την επιμονή ή ακόμα και τη φιλοδοξία – γιατί σου υπόσχεται ότι κάποιοι άνθρωποι θα σε συζητούν, θα τους απασχολείς, θα τους επηρεάζεις. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι μια δύναμη που δεν μπορώ να την αναχαιτίσω. Και το γεγονός ότι γράφω ακόμα είναι ίσως μια κίνηση απογνώσεως για να απομακρύνω τα γεράματα. Γιατί η ποίηση είναι ένας τρόπος να μην καταλαβαίνεις τον χρόνο. Να τον ξοδεύεις, προσπαθώντας να γράψεις και νομίζοντας ότι αυτό είναι αποταμίευση τελικά και όχι έξοδο.
Μέσα από την προσποίηση αυτή δεν αποκαλύπτεται, όμως, τελικά μια αλήθεια;
Δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Είναι ένα άλλο προσωπείο. Εγώ πιστεύω ότι όλα όσα κυκλοφορούν, ό,τι εμφανίζουμε, ό,τι χρησιμοποιούμε, είναι ένα προσωπείο. Τι πραγματικά και ποιοι είμαστε ή δεν το ξέρουμε ή δεν θέλουμε να το ξέρουμε. Διότι και η ποίηση είναι αποτέλεσμα μιας αίσθησης ανεπάρκειας. Γιατί να φτιάξεις αλλιώς τον κόσμο δηλαδή; Διότι αυτό είναι η ποίηση: επιχειρείς να δημιουργήσεις έναν νέο κόσμο. Ποιος, όμως, θα τον πιστέψει τον κόσμο αυτό και ποιος θα τον κατοικήσει;
Δεν αρκεί να τον κατοικήσει ο δημιουργός του; Η ποίηση δεν είναι ένας τρόπος μεγέθυνσης της ζωής;
Είναι μάλλον μια ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμάς τον θάνατο του να φύγεις και να ξεχαστείς ολότελα. Εδώ είναι η πλάνη, πώς δεν θα ξεχαστείς. Και τι έγινε αν θυμάται κανείς στιγμιαία τον σπουδαίο Τάσο Λειβαδίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Καβάφη μου, εμένα, τον δικό μου; Τι αλλάζει; Εγώ ξέρω ότι έχουμε ο καθένας έναν χαρακτήρα διαφορετικό, τον οποίο πάση θυσία υπηρετούμε. Ετσι, ένας άνθρωπος που είναι απαισιόδοξος, δεν είναι από βίτσιο. Είναι οι ορμόνες του που το φτιάχνουν αυτό. Ούτε είναι γιατί θα άξιζε να έχει μια άλλη ζωή – ούτε ξέρει ποια ζωή θέλει. Απλώς είναι γεννημένος να ανησυχεί. Κι αυτή την ανησυχία κάπου πρέπει να την εμπιστευτεί. Και την εμπιστεύεται, νομίζω, στα ποιήματα.
Μιλήστε μου για την πρώτη λέξη ενός ποιήματος. Πόσο σημαντική είναι αυτή η πρώτη λέξη;
Η λέξη αυτή είναι «Εσύ». «Εσύ», ο συνομιλητής μου ή αυτός που ονειρεύομαι και θέλω να συγκινήσω ή να πονέσω. Διότι πάντα ο στόχος είναι ο Αλλος. Το εγώ σου δεν μπορεί να είναι απλαισίωτο, όσο κι αν εσένα εξυπηρετεί. Είναι δυνατόν να θέλεις να είσαι μόνος; Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής δεν νομίζω να είναι σε θέση να αναλύσει τα ποιήματά του, γιατί γίνεται μοιραία επιεικής προς αυτά. Αν και εγώ ευχαρίστως τα αποκεφαλίζω. Ο αναγνώστης, όμως, δεν θα ήθελα να μου τα αποκεφαλίσει. Τέλος πάντων. Μία είναι η θεότης εδώ: η αβεβαιότητα. Όχι μόνο στα ποιήματα. Παντού. Αυτή είναι και η κινητήρια δύναμη. Αυτή είναι η θεά. Μπορεί να είναι βασανιστική θεά, αλλά, από την άλλη, δίνει τόση γοητεία σ’ αυτό που δεν σου προσφέρει μετά σιγουριάς, που τελικά την αγαπάς. Είναι σοφή. Σε προφυλάσσει από την πλήξη. Γιατί είναι μια πλήξη να ξέρεις τι θα συμβεί. Δεν πρέπει να ξέρεις.
Διότι δεν μπορείς να εξηγήσεις;
Ακριβώς. Γι’ αυτό λέω «με σιγαστήρα σε καθαρίζει το ανεξήγητο/ κι άντε να το συλλάβεις». Αυτό δεν κάνουμε; Δεν αγωνιζόμαστε να συλλάβουμε κάτι το οποίο είναι ανεξήγητο; Και το ανεξήγητο σε πονάει, σε σκοτώνει. Όλα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν στη ζωή μας, όσο κι αν έχουνε το βάρος και τη σημασία ενός καινούργιου ενδύματος, παραλλαγές είναι. Μόνο ο θάνατος διαφοροποιεί. Αν σκεφτείς, και ο έρωτας είναι ένας θάνατος –δικός του– ο οποίος θα συμβεί οπωσδήποτε. Ρωτώ λοιπόν τον Ύψιστο, ρωτώ κι εσένα: «Γιατί πεθαίνουμε;». Πώς έγινε δηλαδή αυτό; Να μου το πει κάποιος. Η οδύνη του θανάτου δεν έπρεπε να είναι μέσα στο πεπρωμένο του ανθρώπου. Και είναι. Είναι μια οδύνη που δεν την έχει ξαναζήσει. Ούτε στους έρωτες που πεθαίνουνε. Αυτά είναι μεγάλα λόγια. Οδυνηρός θάνατος είναι μόνο το τέλος της ζωής. Τον έρωτα τον ξαναδημιουργείς – γιατί και ο έρωτας πλαστός είναι, μόνοι μας τον φτιάχνουμε. Τη ζωή όμως δεν την ξαναφτιάχνεις.
Τα «όνειρα και ο έρωτας», όμως, όπως λέτε σε κάποιο ποίημά σας, είναι μέρος αυτής της ζωής.
Είναι πολύ φθαρτά, πολύ μικρής αντοχής. Να ήταν όλη η ζωή ένας έρωτας, αυτό ήθελα εγώ. Όλη η ζωή. Κάποτε θα τελείωνε βεβαίως, αλλά αυτό το πολύ στιγμιαίο των παράφορων καταστάσεων μας πονάει. Μας δημιουργεί έναν φόβο η ενδεχόμενη απώλειά του. Και όλο αυτό το πράγμα νομίζω ότι, εν τέλει, όπως είναι φτιαγμένο, έχει μια σοφία. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι, ίσως να επικρατούσε τελικά μια κούραση, η οποία τώρα δεν προφταίνει να δράσει. Έρχεται το νέο πλάσμα, το ξεκούραστο, το διψασμένο να ζήσει αυτό όλο το ψέμα που είναι ο βίος μας. Γιατί περί ενός ψέματος πρόκειται, ενός ψέματος το οποίο διαρκεί άλλοτε πολλά χρόνια, άλλοτε λίγα. Βέβαια, αν μου λέγανε, θα ήθελες τώρα να ξαναγεννηθείς και να μην είσαι μπλεγμένη με αυτό το ψέμα; Τώρα ναι, δεν θα είμαι, γιατί είμαι δεμένη με ό,τι υπήρξε.
Αυτό που υπήρξε το αγαπήσατε;
Βεβαίως. Και πρώτα πρώτα τις πράξεις μου. Και οι πράξεις μου είναι να έχω γεννήσει παιδιά και να τα έχω μεγαλώσει όπως τα μεγάλωσα. Μία πράξη μου δεν αγαπώ: ότι μεγάλωσα εγώ. Τελικά πιστεύω ότι δικός μας, και όχι ολότελα, είναι μόνο ο εαυτός μας. Ο εαυτός μας και τα σφάλματά μας. Γι’ αυτό κάπου λέω: «Σοφή δεν είναι η πείρα/ απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει». Διότι με το σφάλμα δεν σε νοιάζει τίποτα. Τολμάς. Εγώ, όμως, τώρα πώς να σφάλλω; Τι πειρασμούς έχω πια να αντιμετωπίσω;
Τον πειρασμό να πιστέψετε, παρ’ όλ’ αυτά, στη ζωή.
Μα αν τρέμω τον θάνατο, είναι γιατί πιστεύω σ’ αυτήν. Και «πιστεύω» δεν θα πει «της έχω εμπιστοσύνη». Θα πει «την αγαπάω». Πιστεύουμε κάποιον που αγαπάμε. Εγώ θα ήθελα να ξέρω, θα ήθελα να έχω δει το πρόσωπο του Θεού. Και, θα μου πεις, έχει αξία η πίστη όταν πατάει σε μια βεβαιότητα; Μα δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα είναι πιστός κανείς σε μια αβεβαιότητα. Γενικά η ζωή σού το διδάσκει να θέλεις να θέσεις το δάχτυλο «επί τον τύπον», δεν το έβγαλες εσύ από ατέλειές σου. Η ζωή σού λέει: «Θέλω να το πιάσω αυτό που με εξουσιάζει». Διότι υποτίθεται ότι απάνω είναι εξουσία όλος ο ουρανός.
Και ο χρόνος; Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα τη σχέση σας με τον χρόνο;
Κακή. Πολύ κακή. Δεν κοιτάζω το ρολόι μου, αλλά θα σου πω το εξής. Αν είχα ένα παλιό ρολόι που πάει συνεχώς δύο δευτερόλεπτα πίσω, αυτή την καραβάνα θα φορούσα. Ακριβώς διότι, αν πολλαπλασιάσεις δύο δευτερόλεπτα κάθε μέρα πίσω, σκέψου πόσο χρόνο κερδίζεις. Ο χρόνος είναι κάτι που δεν κερδίζεται με τίποτα παρά μόνο εάν ξεχάσεις. Διότι μαζί μ’ αυτό θα έχεις ξεχάσει ότι χάνεται κι αυτός. Η καλή μέθοδος είναι να ξεχνάς. Αν πάλι ξεχνάς, είσαι ένα κενό δοχείο που δεν ξέρεις σε τι χρησιμεύει. Δηλαδή ποτέ δεν είναι έτσι και μόνο έτσι τα πράγματα. Είναι έτσι και αλλιώς. Και ό,τι σε τραβήξει, το γεμάτο ή το άδειο. Και για την επιλογή σου αυτή δεν φταις εσύ. Η φύση σε κάνει έτσι, τα χιλιάδες κύτταρα που προηγήθηκαν, που σε προγραμμάτισαν, που σε άλλαξαν και σε διαμόρφωσαν. Όλο αυτό το μυστηριώδες πράγμα.
Που ονομάζουμε πεπρωμένο.
\Και όπου, να το ξανατονίσω, αν «πας ή έρχεσαι, δεν ξέρεις». Και αυτό κουράζει πολύ περισσότερο από τη λέξη την ίδια, που είναι από μόνη της πολύ κουραστική.
Ευλογημένο ΨυχοΣάββατο πέταξες
αγαπημένη Ποιήτρια Κική Δημουλά
🌹 Καλή Ανάσταση †🌿
«Η ελληνική ποίηση έχασε σήμερα την εμβληματική μούσα της η οποία της χάρισε μιαν ακόμη αυθεντική λάμψη διεθνούς ακτινοβολίας. Το έργο της θα διασφαλίζει την πνευματική αιωνιότητα που της αναλογεί, κάνοντας όμως ακόμη πιο επώδυνο το κενό, το οποίο αφήνει πίσω της», δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλοςγια τον θάνατο της Κικής Δημουλά.
Κική Δημουλά: «Μισή ντροπή δική μου, μισή του θανάτου»
Η ήρεμη τρυφερή ζωή και η τρικυμιώδης σαρωτική ποίησή της
Πάνω της είχε επενδύσει η χώρα την προσδοκία –και λαχτάρα- για ένα ακόμα Νόμπελ Ποίησης. Η Κική Δημουλά, η γυναίκα που επί δεκαετίες έγραφε ποίηση, όσο ζούσε παράλληλα ως εργαζόμενη τράπεζας, μητέρα, στη συνέχεια συνταξιούχος και γιαγιά, καθόρισε το τοπίο της ποίησης στην Ελλάδα. Ο θάνατός της χαρακτηρίζεται εθνική απώλεια.
Ανάμεσα σε δαχτυλίδια, ή ευθυτενείς κορδέλες καπνού την θυμάμαι όσες φορές τη συνάντησα. Στα δάχτυλά της, δαχτυλίδια και ένα τσιγάρο σφηνωμένο με το χέρι κάπως υψωμένο, σαν για να πηγαίνει ο καπνός ψηλά, θυμίαμα προς τον ουρανό. Η Κική Δημουλά, που τόσο την ένοιαζε να μην απογοητεύει τους ανθρώπους που αγαπούσε, που η τρυφερότητά της ξεχείλιζε για αυτούς, τους χαλούσε μόνο αυτό το χατήρι: Δεν σταματούσε να καπνίζει. Και ήταν αυτό το στοιχείο ίσως το μόνο που μαρτυρούσε στην εικόνα και στη ζωή της την ιδιότητα του ποιητή που από μόνη της οφείλει να φέρει μέσα της ένα φορτίο. Το φορτίο ενός βίου περίπλοκου, δύσκολου, μιας ζωής που αγαπά να κινείται στο περιθώριο.
Οδός Πυθίας, ο δρόμος της Κικής Δημουλά
Δεν ίσχυαν αυτά, ακριβώς έτσι, για την Κική Δημουλά που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. . Αγαπημένη κόρη, αγαπημένη σύζυγος, αγαπημένη μητέρα του Δημήτρη και της Έλσης και μετά γιαγιά (έχει τρία εγγόνια, την Κική, τον Ανδρέα και την Ιωάννα). Με ένα αίσθημα λατρείας αλλά και χρέους απέναντι στην οικογένειά της. Αυτή λοιπόν, που έμελλε να γίνει η πιο σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια της εποχής μας και να θεωρείται διαρκώς υποψήφια για βραβείο Νόμπελ, μεγάλωσε ανάμεσα σε σύννεφα καπνού. Και γεννήθηκε σε ένα σπίτι στην Αθήνα, στον οδό Πυθίας.
Λίγα σπίτια πιο πέρα ζούσε ο Άθως Δημουλάς, τον οποίο από νωρίς ερωτεύθηκε και για χάρη του άρχισε να γράφει ποιήματα. Ο Άθως ήταν μαθηματικός και ποιητής και η Κική Δημουλά -τότε Βασιλική Ράδου- άρχισε να γράφει για να τον εντυπωσιάσει. Σε ένα ποίημά της, το «Αναερείπωση» κάνοντας διάλογο με ένα παλιό ποίημα του Άθω, έγραφε η Κική Δημουλά: «Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς; Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη. Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη, ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα τῶν λησμονητέων».
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια ιδιαιτέρως αυστηρή, περιορισμένη, χωρίς ελευθερία κινήσεων -δεν πήγαινε καν στις εκδρομές του σχολείου. Λαχταρούσε τη μετάβαση στην επόμενη κατάσταση της πραγματικής της ζωής. Έτσι, μόλις 21 ετών παντρεύτηκε τον Άθω. Βρέθηκε να ζει και πάλι στην οδό Πυθίας, με τους γονείς της σε απόσταση αναπνοής και μαζί με την πεθερά της. Το πρωί δούλευε στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Έλση. Έγραφε όμως ασταμάτητα, επιζητώντας πάντα την επιδοκιμασία, το νεύμα του Άθω Δημουλά. Η ίδια έλεγε ότι πάντα στη ζωή της άκουγε την άποψη, την συμβουλή του Δημουλά, ότι την προστάτευε από λάθη και όταν αυτός πέθανε, το 1985, τη θέση του ως σύμβουλος πήρε η κόρη της η Έλση.
Ο πολυλογάς βίος και οι αγαπημένες λέξεις της Κικής Δημουλά
Ο τρόπος που έγραφε ποίηση η Δημουλά υπήρξε χειμαρρώδης στην παραγωγή και τις ιδέες, απολύτως ιδιοσυγκρασιακός στο ύφος. Κοφτερή ποίηση, ευφυής, με απρόβλεπτες στροφές νοήματος, αναφορές στην απόλυτη καθημερινότητα με έναν τρόπο που κατέληγε να είναι υψιπετώς ποιητικός πριν πάλι γειωθεί στην πραγματική ζωή. Έλεγε ότι οι λέξεις είναι υπερκινητικές. Η μνήμη και η λήθη ήταν ένα δίπολο που την απασχόλησε πολύ, σχεδόν βασανιστικά στην ποίησή της, επισκεπτόταν ξανά και ξανά αυτές τις έννοιες. «Πάλι μνήμη πάλι λήθη. Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ. Κι ο βίος ο πολυλογάς σ'αυτές τις δύο λέξεις αρκείται εν τέλει, μνήμη και λήθη» έγραφε στην τελευταία ποιητική συλλογή της.
Η απώλεια του συζύγου της Άθω Δημουλά την συνέτριψε και εγκαθίδρυσε στην ποίησή της την ιδέα του θανάτου. Τελευταία μιλούσε πολύ για τον θάνατο, την αναμέτρησή μαζί του αν και δεν παρέλειπε να αστειεύεται λέγοντας ότι αφού καπνίζει τόσο πολύ, τελικά μάλλον δεν τον φοβάται όσο νομίζει. Μιλούσε για τον θάνατο χορταστικά, με μεγάλες λέξεις και φράσεις και εν τέλει έμοιαζε μάλλον να τον περιπαίζει.
H Δημουλά μιλούσε για τον θάνατο με ένα τσιγάρο στο χέρι
Την θυμάμαι καθισμένη στο καφέ απέναντι από τον ιστορικό εκδοτικό Ίκαρο στην οδό Βουλής, να καπνίζει, πίνοντας τον καφέ της και να μου λέει ότι βρίσκει σχεδόν ευεργετική την ιδέα του θανάτου «σου επιτρέπει να κάνεις πράγματα χωρίς να πολυντρέπεσαι». Μια ρουφηξιά ακόμα τσιγάρο, μάτια χαμογελαστά και «μπορώ να πω ό,τι θέλω, όσο τολμηρό ή αποτυχημένο και αν είναι. Πάντα όμως θα λέω στο τέλος “δεν πειράζει, μισή ντροπή δική μου, μισή του θανάτου”». Και μετά γελώντας να ομολογεί ότι το μόνο που δεν έχει καταλάβει ως τώρα από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε… Το χιούμορ της ήταν τρυφερό και μαζί τόσο αιχμηρό, οξύ. Μπορούσε να παίζει με τις λέξεις με έναν τρόμο μοναδικό και ταχύτητα εντυπωσιακή -σχεδόν πίστευες αυτό που έλεγε: ότι δεν διαλέγει η ίδια τις λέξεις, αλλά οι λέξεις διαλέγουν τη Δημουλά.
Έγραψε από το 1952 ως το 2016 17 ποιητικές συλλογές – τελευταία η «Άνω Τελεία»- ενώ η ομιλία που απήθυνε στην Ακαδημία Αθηνών το 2002 με τίτλο «Ο φιλοπαίγμων μύθος» εκδόθηκε επίσης από τον Ίκαρο. Η σχέση της με τον οίκο Ίκαρο και κυρίως με τους ανθρώπους του, την Κατερίνα και τη Χρυσή Καρύδη, την Μαριλένα Πανουργιά, τον Νίκο Αργύρη, ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή των συνεργατών. Μια σχέση βαθιάς φιλίας, με συναισθήματα που παραπέμπουν σε στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Όταν από τη δεκαετία του '80 και μετά η Κική Δημουλά άρχισε να διαβάζεται ασταμάτητα, να γίνεται γνωστή, η μορφή της να καταγράφεται, δεν ήταν λίγοι αυτοί που στέκονταν με δέος στην οδό Βουλή όταν την αντίκριζαν να στέκεται στην πόρτα του ιστορικού κτιρίου του Ικαρου και να καπνίζει.