της Σοφίας Ντρέκου
Ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας κάνει την έκπληξη, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποδεκτά. Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε το Πάσχα ως νίκη της ζωής, επειδή ο Ιησούς «θανάτω θάνατον πατήσας» ανέστη. Αλλά ο ποιητής δουλεύει με κάτι παραπλήσιο, πλην όμως όχι και τόσο ευχάριστο φαινομενικώς.
Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.
Μ. ΤΡΙΤΗ, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο
και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν
κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι.
Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί
και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει
κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος
θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24β
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24β
Αντίς για Όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
- της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης,
η ερωτοπαθής ψυχή μου.
Δείτε: Το Νόμπελ λογοτεχνίας του Οδυσσέα Ελύτη
Το ΠΑΣΧΑ του Οδυσσέα Ελύτη
Με δύο ποιήματα [«Κυριακή (Πάσχα), 26» και «Κυριακή (Πάσχα), 26 β»] από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (Eκδ. Ύψιλον, 1984), ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας κάνει την έκπληξη, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποδεκτά. Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε το Πάσχα ως νίκη της ζωής, επειδή ο Ιησούς «θανάτω θάνατον πατήσας» ανέστη. Αλλά ο ποιητής δουλεύει με κάτι παραπλήσιο, πλην όμως όχι και τόσο ευχάριστο φαινομενικώς.
Και τα δύο ποιήματα έχουν θέμα τους το Πάσχα. Κατά κανόνα το Πάσχα πέφτει στον Απρίλιο και ο Απρίλιος ως κεντρικός μήνας της Άνοιξης εμπεριέχει και τα Πάθη και την Ανάσταση – αυτός ο «σκληρός μήνας», καθώς δογματίζει ο Τ.Σ. Έλιοτ στην «Έρημη χώρα» του.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος
που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.
Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα,
πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει
να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου.
Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα,
να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.
Μια τέτοια θεϊκή στιγμή σκηνοθετεί και ο Σολωμός για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι ώμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Τη στιγμή του θαύματος, στη σολωμική εκδοχή, η φύση κρατάει την ανάσα της και μετά «φεγγάρι», «λίμνη», «κορασιά» στήνουν το ντεκόρ μπροστά στα μάτια μας. Η αισθητοποίηση της Ανάστασης θα μπορούσε να είναι αυτή η λευκοντυμένη «κορασιά», χωρίς να ακυρώνονται οι άλλες, από την περίσταση δοσμένες, ερμηνείες για τον συμβολισμό της.
Ακινησία, λοιπόν, στον Απρίλη του Σολωμού, ακινησία και στον Απρίλη του Ελύτη. Θάνατος περιμένει τους Μεσολογγίτες, θάνατος και τον ήρωα του ποιήματος. Έκσταση όμως και στους μεν και στον δε. Γιατί στη θαυματουργή ακίνητη στιγμή ο ποιητής αισθάνεται ολόκληρος, συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο, έτοιμος να «πετάξει ψηλά» και να «μοιράσει δωρεάν την ψυχή του», να αποχωριστεί τον γήινο εαυτό του και να χαρίσει στους ανθρώπους τη δωρεά του. Παλαιότερα είχε προσφέρει «Δώρο ασημένιο ποίημα» (Το Φωτόδεντρο), που και αυτό δώρο της ψυχής του ήταν. Η θεϊκή προσφορά είναι πάντοτε δωρεάν –«δωρεάν λάβετε, δωρεάν δότε»– και η ποιητική επίσης, όπως και «η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους», το έχει ξαναπεί (Μαρία Νεφέλη), όπου και πάλι ο Απρίλης ζητά, ξεκαθαρισμένα, «αίμα». Μετά την καταβολή του τιμήματος ο ποιητής, με τακτοποιημένη τη «διαθήκη» της ψυχής, μπορεί να κατεβεί και να καταλάβει «τη θέση στον τάφο που του ανήκει».
Η Έξοδος του Μεσολογγίου αέναο παγκόσμιο παράδειγμα ελευθερίας
Τούτο μπορεί να φαντάζει τρομακτικό ή μακάβριο. Όμως ο ποιητής μάς δίνει μάθημα συμπεριφοράς. Πρώτον, γιατί αυτή είναι η κοσμική τάξη και, δεύτερον, γιατί πρέπει να προηγηθεί ένας θάνατος για να υπάρξει μια ανάσταση και μας το έχει ξαναπεί, όπως επίσης έχει ξαναπεί:
«Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν’ αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου» (Ανοιχτά Χαρτιά, 32), που θα μπορούσε να ειπωθεί με τα λόγια του Requiem:
Confutatis maledictis/ flammis acribus addictis/ voca me cum benedictis.
Το δεύτερο ποίημα
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε
το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία.
Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
Το «Ασμάτιον» ξεχειλίζει από λυρικούς τόνουςκαι είναι σαφώς αφιερωμένο στον πρόγονο ποιητή και στο «κίτρο». Του αρκούν δυο λέξεις –«μυρωδία», «καρδία»– για να δηλώσει μ’ αυτές μια σειρά χαρακτηριστικών: το γλωσσικό ιδίωμα, το ύφος, το μέτρο, την αίσθηση του αρώματος της Ζακύνθου που ως φιλόπατρις ο Κάλβος είχε ψάλει: «Μοσχοβολάει το κλίμα σου,/ Ω φιλτάτη πατρίς μου,/ Και πλουτίζει το πέλαγος/ Από την μυρωδίαν/ Των χρυσών κήτρων». Αλλά με τις δύο αυτές λέξεις που ομοιοκαταληκτούν, σε απόσταση από τις προηγούμενές τους, ο ποιητής θα υποδηλώσει και τον λυγμό που πιέζει το στήθος του.
Απευθύνεται στη θάλασσα, την Κόρη, την «Ανεμόεσσα», την ενήλικη, την ανήλικη, την άχρονη, την αγέραστη, την αθώα, την ανεπανάληπτη, που τελειωμό δεν έχει, που είναι και ο αποδέκτης του δικού του κίτρου, το οποίο ο Κάλβος του παραχώρησε και ήρθε η ώρα να αποχωριστεί. Ο χρόνος του τελείωσε. Το «αύριο» ανήκει σε «άλλα πουλιά» και άλλες διαθέσεις.
Ένας τάφος στο πρώτο ποίημα θα δεχτεί το σώμα, η θάλασσα στο δεύτερο θα δεχτεί το «κίτρο», την Ποίηση, τη θεϊκή δωρεά. Κι αυτό είναι θλιβερό; Ίσως ναι, αλλά:
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
(«Άξιον Εστί») και παρεμφερώς ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους.
Ο Θεός είναι ο Πρωτομάστορας του κόσμου τούτου κι ο ποιητής δεν το ξεχνά:
Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Θε μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.
Ό,τι πέφτει μέσα στην αιώνια φύση, στεριά και θάλασσα, ενσωματώνεται στην αιωνιότητα. Είναι μια άλλη μορφή ανάστασης που περιέχει τούτη η καταβύθιση, το Πάσχα, που έτσι κι αλλιώς «Πάσχα» σημαίνει πέρασμα από τη μια ζωή στην άλλη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ελύτης είναι ποιητής και μας έχει πείσει και πιστεύουμε πως «η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Άρα το σώμα που αναπαύεται στο χώμα είναι σώμα σε αναμονή και μοσχοβολάει.
Αργότερα στον Μικρό ναυτίλο, «Μυρίσαι το Άριστον» IV, θα βρούμε το εξής παράδοξο:
Την Άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
σ’ έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
Το παραπάνω κείμενο μας ξαφνιάζει γιατί, ενώ δίνει στοιχεία δηλωτικά της Άνοιξης, συγχρόνως τα υπονομεύει. Το πρώτο είναι οι αγροί με την ανθοφορία τους και το δεύτερο είναι ο γνωστός πίνακας του Μποτιτσέλλι με την αλληγορία της Άνοιξης. Και τα δύο αυτά υπολείπονται σε νόημα και αίσθημα μιας μικρής κόκκινης Βαϊφόρου. Ο αναγνώστης, που φυσιολογικά όταν ακούει «Άνοιξη» αναπολεί ένα ανθοστόλιστο τοπίο γεμάτο από φως κ.λπ. και, όταν ακούει για Μποτιτσέλλι, αναθυμάται το ωραίο γυναικείο μοντέλο της τέχνης του, εκπλήττεται. Για τον Ελύτη, όμως, ούτε η φύση η ίδια με την ανθοφορία της, ούτε η τέχνη με τα ανάλογά της δίνουν το βαθύτερο νόημα της Άνοιξης, όσο η μικρή Βαϊφόρος και μάλιστα «κόκκινη», γεμάτη πάθος.
«Βαϊφόρος» είναι εικόνα με τον Χριστό καθήμενον «επί πώλου όνου» κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Είναι γιορτή με σημαιοστολισμούς και βάγια. «Βαϊφόρος» είναι η φέρουσα φοινικόκλαρα [1]. Με δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα, γιορτάζει η Ελλάδα στον Ήλιο τον ηλιάτορα [2]. «Βαϊφόρος» είναι η Κυριακή των Βαΐων, η Κυριακή πριν από το Πάσχα, κατά την οποία έγινε η πανηγυρική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και ο δρόμος του στρώθηκε με βάγια-φοινικόκλαρα. Από την επομένη άρχισαν τα Πάθη και το Μαρτύριό Του – η Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή, λοιπόν, η μικρή κόκκινη Βαϊφόρος κάνει τον ποιητή να νιώθει την ουσία της Άνοιξης. Άνοιξη σημαίνει πάθος της ζωής ή για τη ζωή. Και, συνεκδοχικά, Πάσχα σημαίνει πορεία προς τη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων, πορεία από τα αισθητά στα νοητά για να βρούμε τις μυστικές έννοιες των πραγμάτων. Για να βγούμε από τον κόσμο των υλικών στο ξέφωτο της Ποίησης – ή, αν θέλετε, στον κόσμο των ιδεών και του Θεού.
[1] Βάι, το φοινικόδασος της Κρήτης. diastixo.gr
[2] Ο ήλιος ο ηλιάτορας, «Ο ήλιος», ποίημα 4ο, σελ. 28.
Πηγή: Από την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα
Ελύτη «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»,
Το Θείο Δράμα, εκδόσεις «ύψιλον / βιβλία», 1984).
Ελύτη «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»,
Το Θείο Δράμα, εκδόσεις «ύψιλον / βιβλία», 1984).